- γλυκοτραγουδώ
- (-άω)1. τραγουδώ ευχάριστα2. εξυμνώ κάτι με ευχάριστο τραγούδι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλυκοτραγουδώ — γλυκοτραγούδησα, γλυκοτραγουδήθηκα, γλυκοτραγουδισμένος, τραγουδώ ευχάριστα, μελωδικά: Το παλικάρι γλυκοτραγουδούσε κάθε βράδυ κάτω από το παράθυρο της αγαπημένης του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδίζω — [άδω] γλυκοτραγουδώ … Dictionary of Greek
γλυκ(ο)- — και γλυκύ πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ ), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις.… … Dictionary of Greek
καλοφωνάζω — (Μ) τραγουδώ ωραία, γλυκοτραγουδώ … Dictionary of Greek
καλοφωνίζω — (Μ) τραγουδώ ωραία, γλυκά, γλυκοτραγουδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. τού καλοφωνῶ από τον αόρ. καλοφώνησα που συνέπιπτε με τον αόρ. ισα ρημάτων με ενεστώτα σε ίζω] … Dictionary of Greek